- ῥυσότης
- ῥῡσό-της, ητος, ἡ,A wrinkledness, wrinkles, Plu.Galb.13, Antyll. ap. Orib.44.8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυσότης — ῥῡσότης , ῥυσότης wrinkledness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυσότης — ητος, ἡ, Α [ῥυσός] ρυτίδωση, ζάρωμα … Dictionary of Greek
ῥυσότητα — ῥῡσότητα , ῥυσότης wrinkledness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσότητος — ῥῡσότητος , ῥυσότης wrinkledness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)